- μολόγημα
- τοβλ. ομολόγημα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ομολόγημα — και μολόγημα, το (Α ὁμολόγημα) [ομολογώ] 1. αυτό που ομολογήθηκε, η ομολογία 2. αυτό που συμφωνήθηκε, η συμφωνία αρχ. 1. εμπορική συμφωνία, συμβόλαιο 2. καθετί που λαμβάνεται ή θεωρείται ως δεδομένο … Dictionary of Greek